απιστώ — (AM ἀπιστῶ, έω) 1. δεν πιστεύω στον θεό 2. δείχνομαι άπιστος, απειθώ σε κάποιον, παρακούω 3. προδίδω νεοελλ. αποσκιρτώ, αυτομολώ μσν. νεοελλ. 1. προδίδω τη συζυγική ή ερωτική πίστη 2. προδίδω τη θρησκευτική μου πίστη, αλλαξοπιστώ μσν. επαναστατώ… … Dictionary of Greek
απιστώ — απίστησα 1. δυσπιστώ: Απιστούσε σ ό,τι του έλεγα. 2. δεν πιστεύω στο χριστιανισμό: Απιστούσε σε πολλές χριστιανικές διδασκαλίες. 3. δεν κρατώ τις υποσχέσεις μου, είμαι ανειλικρινής: Απίστησε στις συμφωνίες που είχε κάνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπιστῷ — ἀπό ἱστάω pres opt act 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπίστῳ — ἄπιστος not to be trusted masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπίστωι — ἀπίστῳ , ἄπιστος not to be trusted masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
невѣровати — НЕВѢР|ОВАТИ (37), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Не верить; сомневаться: си же въ •л҃• лѣ(т) пока˫авъшиихъсѧ. о нечистотѣ юже невѣжьствъмь съдѣ˫аша. не подобаѥть невѣровати намъ. (ἀμφιβολλειν) КЕ XII, 181б; аще межю двѣма нѣкыма будеть потѧзаниѥ. за нѣкоѥ имѣниѥ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
невѣрьныи — (227) пр. 1. Недостоверный, сомнительный; ошибочный: и се не акы невѣрьно. нъ а||кы извѣсто паче полагаю Изб 1076, 247–247 об.; понѥже съподоби братъ и съслѹжьникъ нашь алупии невѣрьномъ быти канономъ. (ἀμφιβόλους) КЕ XII, 110б; си˫а же не все по … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ATHMONUM — pars Cecropis tribûs. Steph. Erat ibi Templum Veneris Uraniae, exstructum a Rege Porphyrione, qui ante Atticum his locis regnaverat, item Templum Dianae Amarysiae, cuius in honorem festum cognomine celebrabatur Athenis. Hinc Α᾿θμονεὺς, demô seu… … Hofmann J. Lexicon universale
διαπιστώ — (I) διαπιστῶ ( έω) (AM) [απιστώ] 1. δυσπιστώ εντελώς 2. μέσ. δεν εμπιστεύομαι τον εαυτό μου. (II) βλ. διαπιστώνω … Dictionary of Greek
ενθυμούμαι — (AM ἐνθυμοῡμαι, έομαι και ἐνθυμίζομαι) έχω ή διατηρώ κάτι στην ψυχή μου, στη σκέψη μου, στη μνήμη μου, σκέπτομαι, σταθμίζω με τον νου, αναλογίζομαι, συλλογίζομαι («καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἤ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα», Θουκ.) νεοελλ. μσν … Dictionary of Greek